αρρυτίδωτος

αρρυτίδωτος
-η, -ο (AM ἀρρυτίδωτος, -ον) [ρυτιδώ (-όω)]
αυτός που δεν έχει ρυτίδες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀρρυτίδωτος — unwrinkled masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρρυτίδωτος — η, ο αυτός που δεν έχει ρυτίδες, ζάρες, αζάρωτος: Το πρόσωπό της είναι εντελώς αρρυτίδωτο, μόλο που τα χει τα χρονάκια της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀρρυτίδωτον — ἀρρυτίδωτος unwrinkled masc/fem acc sg ἀρρυτίδωτος unwrinkled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρυτιδώτου — ἀρρυτίδωτος unwrinkled masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”